καύσων

καύσων
καίω
kindle
fut part act masc nom sg
καύσων
burning heat
masc nom/voc sg
καύ̱σων , καῦσος
causus
masc gen pl
καυσόω
heat
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
καυσόω
heat
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καύσων' — καύσωνα , καύσων burning heat masc acc sg καύσωνι , καύσων burning heat masc dat sg καύσωνε , καύσων burning heat masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνα — καύσων burning heat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνας — καύσων burning heat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνες — καύσων burning heat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνι — καύσων burning heat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνος — καύσων burning heat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …   Dictionary of Greek

  • κάψωνας — και κάψιωνας, ο (ΑΜ καύσων) 1. καύσωνας 2. ερωτικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύσων (πρβλ. κάψω < καύ σω)] …   Dictionary of Greek

  • κάψωνα — η ερωτική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύσων (πρβλ. κάψω μέλλ. του καίω)] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”